- ἀντισήπω
- ἀντισήπω,A make to putrefy in turn, Gal.11.608.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντισήπω — ἀντισήπω (Α) κάνω κάτι κι εγώ να σαπίσει … Dictionary of Greek